- χαβάγια
- η, Ν1. είδος κιθάρας από τη νήσο Χαβάη τού Ειρηνικού2. παθητικό τραγούδι με συνοδεία τού οργάνου αυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. επίθ. hawaiian < Hawaii «Χαβάη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαβάγια — η μουσικό έγχορδο όργανο που κατάγεται από την Πολυνησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)